Φιλία, Ελπίδα και Έκπληξη – τα Κλειδιά για τη Νέα Εποχή

Φιλία, Ελπίδα και Έκπληξη – τα Κλειδιά για τη Νέα Εποχή

Γκουστάβο Εστέβα

Μετάφραση και πρόλογος: Βασίλης Θεμελής, Στέφανος Κολυδάς και Κώστας Αλέξανδρος

[Εναρκτήρια διάλεξη που δόθηκε στις 15 Ιουνίου 2021, στο 8ο South South Forum on Substainability]

Το παρόν κείμενο αποτελεί ομιλία του Μεξικανού Γκουστάβο Εστέβα, που έλαβε χώρα στο πλαίσιο ενός διεθνούς συνεδρίου περίπου πριν από έναν χρόνο. Αποφασίσαμε να προβούμε στη μετάφραση αυτή, αφενός για λόγους ανάδειξης της σκέψης ενός, μάλλον άγνωστου στο ελληνικό κοινό, στοχαστή και αφετέρου για λόγους που αφορούν το περιεχόμενο της ίδιας της ομιλίας του.

Σε αυτήν ο Εστέβα προσπαθεί να σκιαγραφήσει την ζοφερή εικόνα του πολιτικού μας παρόντος με μια διάθεση παρα-κίνησής μας πέρα και έξω από αυτό. Όλη η ομιλία του είναι, συνεπώς, τοποθετημένη με έναν ιδιαίτερο τρόπο σε σχέση προς το αντικείμενο της κριτικής του˙ το αδιέξοδο μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής. Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς, η κριτική του προδιάθεση δεν είναι εκείνη της σφοδρής καταγγελίας, που θα μας άφηνε μεν άναυδους με την γενναιότητας της, αλλά τελικά δε όχι λιγότερο απελπισμένους. Αντίθετα, τοποθετείται εξαρχής υιοθετώντας μια λογική μετάβασης, μια δυναμική αναζήτησης και δημιουργίας πρακτικών περασμάτων και νέων πολιτικών μονοπατιών που ανοίγονται σε μια διαφορετική θεσμική και υπαρξιακή πραγματικότητα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι προτάσεις του δεν έχουν τίποτα το κοινό με την πολιτική λογική των κυρίαρχων μεταβάσεων (ψηφιακών, πράσινων, ενεργειακών κ.λπ.) τις οποίες καλούμαστε σε όλους του τόνους να ακολουθήσουμε πειθήνια ως την αναπόδραστη πορεία του κόσμου. Αντίθετα, αυτές αποτελούνται από «διαφορετικά υλικά», σημαίνονται από άλλες έννοιες και κυρίως τρέφονται από ξεχωριστές ιστορίες για το τι μας συμβαίνει και προς τα πού μπορούμε να κατευθυνθούμε.

Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι ο λόγος του Εστέβα δεν απευθύνεται σε επίσημους φορείς, σε φωτισμένους επιχειρηματίες ή κοινωνικά υπεύθυνους διεθνείς οργανισμούς. Σταθερό σημείο αναφοράς και απεύθυνσής του είναι οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι˙ εγώ, εσύ, εκείνη εκεί, ο άλλος πιο κάτω, τελικά όλοι εμείς που έχουμε αίσθηση του τρέχοντος αδιεξόδου χωρίς, ωστόσο, συνήθως να βρίσκουμε είτε τα λόγια είτε τις πράξεις που θα μας θέσουν σε μια κίνηση εξόδου από αυτό. Σε εμάς είναι που απευθύνεται, για εμάς είναι που μιλά στις ιστορίες του, καθώς προσπαθεί να κινητοποιήσει την δύναμη της ελπίδας μας.   

Η μετάφραση έγινε από το μετεγγραμμένο κείμενο της ομιλίας του με αποτέλεσμα ο λόγος του, αν και γραπτός, να σφραγίζεται από το ύφος και την ιδιαίτερη χροιά της προφορικότητας. Επιλέξαμε να διατηρήσουμε όλα τα υφολογικά στοιχεία του προφορικού λόγου, καθώς έτσι πιστεύουμε ότι αποδίδεται και η θέση του περί μιας μη ιεραρχικής σχέσης ανάμεσα στην προφορικότητα και την εγγραμματοσύνη που αναπτύσσεται και στο κείμενο. Επομένως, δεν πρόκειται για ένα αυστηρά δομημένο και γλωσσικά επιμελημένο κείμενο, άλλωστε εκεί νομίζουμε ότι βρίσκεται, μεταξύ άλλων, και η δύναμή του. Στην ικανότητα, δηλαδή, ενός λόγου να ανοίγει έναν χώρο συνάντησης με όσους τον υποδέχονται, καθώς ταλαντεύεται επιδέξια ανάμεσα στην προφορική εκφορά και την γραπτή αποτύπωσή του.  

Ο θάνατος του Γκουστάβο Εστέβα πριν μερικούς μήνες ήταν ακόμη μια αφορμή για την παρούσα δημοσίευση. Η απώλειά του μας αφήνει όχι μόνο με έναν σύντροφο λιγότερο στον αγώνα, αλλά, κυρίως, χωρίς έναν γενναιόδωρο άνθρωπο, έναν φίλο. 

***

Χωρίς πρόσωπο. Χωρίς επαφή. Χωρίς αλληλεπίδραση με άλλους, ακόμα και με τα αγαπημένα μας πρόσωπα: μπορούν να μας μολύνουν, ακόμη και να μας σκοτώσουν, μεταδίδοντας τον covid-19 τους.

Περιορισμός.

Τα παιδιά βυθίστηκαν στην οθόνη για ώρες, παρακολουθώντας τα μαθήματα ενός οικουμενικού προγράμματος σπουδών, όλο και πιο άσχετου για τη ζωή τους.

Μπορούμε ακόμα να το ονομάσουμε αυτό ανθρώπινη κοινωνία, μια κοινωνία με ανθρωπιά;

Συστηματική καταστροφή της Μητέρας Γης.

Η αυξανόμενη βία και η εξάρθρωση του κοινωνικού ιστού και του κράτους δικαίου, με όλο και περισσότερο, παράνομο έλεγχο στις ζωές των ανθρώπων, γίνεται η φυσιολογική συνθήκη παντού…

Στο Μεξικό, εκατό άνθρωποι δολοφονούνται καθημερινά και τεράστιες περιοχές παραμένουν για χρόνια υπό εγκληματικό έλεγχο. Γίνεται όλο και πιο δύσκολο να χαράξουμε μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ του κόσμου των θεσμών και του κόσμου του εγκλήματος.

Την περασμένη χρονιά έγιναν εμφανείς οι ακραίες εθνικές και παγκόσμιες ανισότητες, που επιδεινώθηκαν από τον Covid-19. Έχοντας χάσει θέσεις εργασίας ή πηγές εισοδήματος, εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάστηκαν να επανεφεύρουν τον εαυτό τους για να επιβιώσουν.

Το Lancet είχε δίκιο. Δεν υποφέρουμε από πανδημία. Από το 2019 προειδοποίησε ότι είμαστε αντιμέτωποι με μια συνδημία, τις ταυτόχρονες ασθένειες και τις γενικευμένες χρόνιες παθήσεις, που εμφανίζονται σε συνθήκες ανισότητας στην υγεία και προκαλούνται από τη φτώχεια, το άγχος και τη δομική βία. Αυτή η προσέγγιση ξεφεύγει από τη βιοϊατρική προσέγγιση, που απομονώνει και αντιμετωπίζει τις ασθένειες ως διακριτές οντότητες, διαχωρισμένες από άλλες ασθένειες και κοινωνικές καταστάσεις, όπως έχει γίνει με τον Covid-19.

Ο Guardian είχε δίκιο. Δεν βρισκόμαστε πριν από την κλιματική αλλαγή ή την υπερθέρμανση του πλανήτη. Είμαστε πριν από μια κλιματική κατάρρευση. Το κλίμα που είχαμε έχει τελειώσει. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για το κλίμα που θα αναδυθεί. Δεν ξέρουμε αν θα είναι συμβατό με την ανθρώπινη ζωή.

Η κοινωνικοπολιτική κατάρρευση είναι ακόμη χειρότερη. Όλοι οι θεσμοί που καθόρισαν την εποχή μας βρίσκονται σε ανοιχτή παρακμή, αντικαθίστανται από έναν μηχανισμό [dispositive] που από πολλές απόψεις είναι το αντίθετο τους. Υπό από αυτές τις συνθήκες, η σύγχυση, η αβεβαιότητα και η οδύνη εκατομμυρίων ανθρώπων καθώς και η διαταραχή, η επιδείνωση ή η καταστροφή των συνθηκών διαβίωσης συνιστούν την πραγματική «νέα κανονικότητα».

Ολόκληρος ο κόσμος είναι μπλεγμένος σε μια «παρατεταμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης».

Πολλαπλές κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές κρίσεις, που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1990, και ξέσπασαν το 2008, δημιούργησαν αφόρητες συνθήκες για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Μπροστά στις συγκλίνουσες καταστροφές, η μειοψηφική ελίτ αγωνίζεται να εξασφαλίσει τα προνόμιά της, ενώ η πλειοψηφία των ανθρώπων βιώνει τις καταστροφικές συνέπειες της τρέχουσας κατάστασης.

Η πείνα, η βία, η φυλάκιση, οι τεράστιες ανισότητες πλούτου και εισοδήματος, οι εκτός ελέγχου πολεμικές συγκρούσεις και η κατάρρευση δημοκρατικών κανόνων και θεσμών καταδεικνύουν περαιτέρω ότι οι προσπάθειες αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων, μέσω της κλιμάκωσης των λύσεων του παρελθόντος, είναι καταδικασμένες εξαρχής.

Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι ο κόσμος έχει φτάσει σε ένα «σημείο χωρίς επιστροφή».

Λυπάμαι που χρησιμοποίησα όλο αυτό τον χρόνο για να επιστήσω την προσοχή σας στη φρίκη που γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά. Ήθελα απλώς να παραδεχθώ την ύπαρξή της και να υπογραμμίσω ότι είναι η έκφραση μιας ετοιμοθάνατης εποχής. Όπως πάντα, το ετοιμοθάνατο καθεστώς, πατριαρχικό, καπιταλιστικό και «δημοκρατικό», χρησιμοποιεί όλες τις δυνάμεις και τους πόρους που διαθέτει για να μας πείσει ότι έχει περισσότερη δύναμη από ποτέ, ότι είναι ζωντανό και σε καλή κατάσταση και ότι σύντομα θα επιστρέψουμε σε καλύτερες συνθήκες. Και η ευημερία και η ελευθερία για όλους θα αποκατασταθούν…ή θα εδραιωθούν για πρώτη φορά.

Επιτρέψτε μου τώρα να μιλήσω λίγο ακόμη για αυτή την εποχή του θανάτου.

Παρά την παγκόσμια τάση του καπιταλισμού, που εκφράζεται σε όλες τις μορφές αποικιοκρατίας και ιμπεριαλισμού, το έθνος-κράτος ήταν πάντα η κύρια αρένα που επέτρεπε την καπιταλιστική επέκταση. Στα τέλη του 20ού αιώνα, ωστόσο, τα εθνικά σύνορα έθεταν όλο και περισσότερο ένα εμπόδιο σε αυτήν την επέκταση. Μακροεθνικές δομές όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, σχεδιασμένες για την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και εμπορευμάτων, δεν έλυσαν το πρόβλημα. Κατά συνέπεια, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση άρχισε να διαβρώνει την ουσία του έθνους-κράτους. Η κύρια λειτουργία των κυβερνήσεων των εθνών-κρατών −δηλαδή η διαχείριση της εθνικής οικονομίας− κατέστη αδύνατη, με όλες τις οικονομίες να εκτίθενται σε διακρατικές κινήσεις πέρα ​​από τον έλεγχο των μεμονωμένων εθνών. Ενώ τα εθνικά τελετουργικά και τα ίδια τα έθνη-κράτη παραμένουν ακόμα σημεία αναφοράς, ο λόγος ύπαρξής τους και η υλική υπόσταση που συγκροτεί την ύπαρξη τους έχουν εξαφανιστεί.

Η προοδευτική διάλυση του «δημοκρατικού έθνους-κράτους» αποτελεί εξίσου συνέπεια του γεγονότος ότι ο καπιταλισμός έχει έρθει αντιμέτωπος με τα εσωτερικά του όρια. Από τη δεκαετία του 1970, η λεγόμενη «νεοφιλελεύθερη επανάσταση» έχει επιφέρει πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές που έχουν διαλύσει, σε παγκόσμιο επίπεδο, τα κοινωνικά επιτεύγματα που συσσωρεύτηκαν εδώ και πάνω από 200 χρόνια εργατικού αγώνα. Οι επιπτώσεις είναι εμφανείς παντού: μείωση της απασχόλησης, χαμηλότεροι μισθοί, μείωση των πρόσθετων επιδομάτων και επιδείνωση των δημόσιων υπηρεσιών.

Ορισμένες χώρες και περιοχές πλήττονται περισσότερο από άλλες. Έχουν δημιουργηθεί πρωτοφανή επίπεδα ανισότητας: παγκοσμίως, το 1% του πληθυσμού κατέχει περισσότερο πλούτο από το άλλο 99% και λιγότερα από 30 άτομα κατέχουν περισσότερο πλούτο από περίπου τέσσερα δισεκατομμύρια εκ των φτωχότερων ανθρώπων του κόσμου.

Το μεγαλύτερο μέρος από ό,τι παράγεται στον κόσμο σήμερα εξακολουθεί να έχει καπιταλιστικό χαρακτήρα, αλλά το κεφάλαιο δεν μπορεί πια να καταφύγει στον μηχανισμό που το κινεί˙ δηλαδή στην επένδυση των κερδών για επέκταση της παραγωγής, μέσα από την αγορά εργατικής δύναμης, και την εξισορρόπηση κάθε αύξησης της παραγωγικότητας, που μειώνει την απαραίτητη εργασία, με μια ισοδύναμη αύξηση στην παραγωγή. Για αυτούς και άλλους λόγους, η παγκόσμια αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι πλέον εφικτή. Στην ουσία, η εξέλιξη του καπιταλισμού σκότωσε τη χήνα που γεννά τα χρυσά αυγά.

Το 1995, σε μια συνάντηση του State of the World Forum στο Σαν Φρανσίσκο, οικονομικοί και πολιτικοί ηγέτες όπως ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο Τζορτζ Μπους, η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Βάτσλαβ Χάβελ, ο Μπιλ Γκέιτς και ο Τέντ Τέρνερ άρχισαν να μιλούν για έναν κόσμο 20:80, δηλαδή ανέπτυσσαν την ιδέα ότι με την ολοκλήρωση της τεχνολογικής επανάστασης, μόνο το 20% του πληθυσμού θα είναι απαραίτητο για την παραγωγή. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι έχει δημιουργηθεί μια νέα κοινωνική τάξη: αναλώσιμα ανθρώπινα όντα, που μερικές φορές περιγράφονται ως το πρεκαριάτο [the precariat]. Στο παρελθόν, οι άνεργοι εκπλήρωναν μια ορισμένη λειτουργία για το κεφάλαιο. Ήταν ο βιομηχανικός εφεδρικός του στρατός. Τώρα, το κεφάλαιο δεν έχει καμία χρήση για αυτή τη νέα κατηγορία. Οι πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες επαναπροσδιορίζουν συνεχώς τον «πλεονάζοντα πληθυσμό», εντάσσοντας σε αυτόν όλο και περισσότερες νέες ομάδες αναλώσιμων ανθρώπων.

Η βαρβαρότητα έχει γίνει κανόνας. Η κερδοσκοπία, η απαλλοτρίωση και η συνεχής καταστροφή αντικαθιστούν την παραγωγή ως πηγή συσσώρευσης πλούτου και δύναμης. Η δημοκρατική πρόσοψη δεν είναι πλέον χρήσιμη. Από τον παλιό σχεδιασμό του έθνους-κράτους, απομένει μόνο ο μηχανισμός για τον άμεσο και έμμεσο έλεγχο του πληθυσμού. Η χρήση νέων τεχνολογιών μπορεί να οδηγήσει την επέκταση ενός τέτοιου καταπιεστικού ελέγχου σε αδιανόητες, μέχρι πρότινος, πτυχές και σφαίρες της καθημερινής ζωής.

Ένας πυλώνας του «δημοκρατικού» έθνους-κράτους −το «κράτος δικαίου»− υπήρξε η κορύφωση 200 ετών αγώνων για τα πολιτικά δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίες. Σήμερα, αντικαθίσταται από μια δηλωμένη ή αδήλωτη κατάσταση εξαίρεσης (έκτακτης ανάγκης). Παντού, νέοι νόμοι χρησιμοποιούνται για την κανονικοποίηση της παρανομίας και της ατιμωρησίας όλο και περισσότερων εγκλημάτων. Το Μεξικό και οι ΗΠΑ είναι καλά παραδείγματα αυτής της γενικής συνθήκης. Αντί για το κράτος ΤΟΥ δικαίου – κοινές νόρμες που βρίσκουν κατάλληλη εφαρμογή- εξουσιαζόμαστε όλο και περισσότερο ΑΠΟ το δίκαιο.

Οι ανεύθυνες μορφές παραγωγής και κατανάλωσης που κυριαρχούν έχουν προκαλέσει τόσο περιβαλλοντική καταστροφή όσο και ακραίες καταχρήσεις της πιο βασικής κοινής λογικής. Στον απόηχο των ραγδαίων τεχνολογικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών αλλαγών, αναδύονται νέες μορφές πολιτικής κυριαρχίας. Πολιτικοί ηγέτες με ανοιχτά αντιδημοκρατικό προσανατολισμό και ακόμη και φασιστικές τάσεις εκλέγονται, επανεκλέγονται ή είναι πολιτικά ανερχόμενοι.

Όλο και περισσότερο, οι άνθρωποι προσκολλώνται απελπισμένα στους φονταμενταλισμούς −πνευματικούς, θρησκευτικούς ή πολιτικούς− τη στιγμή που οι ιδέες και οι θεσμοί τους οποίους εμπιστεύονταν διαλύονται μπροστά στα δύσπιστα μάτια τους. Η «δημοκρατία» διαλύεται «δημοκρατικά» σχεδόν παντού.

Αυτό που χαρακτηρίζει τον 21ο αιώνα στις μέρες μας είναι ο πολλαπλασιασμός της δυσαρέσκειας, ακόμη και στα πιο απροσδόκητα μέρη. Καμιά περιοχή του κοινωνικού δεν είναι απρόσβλητη. Ακόμη και όσοι έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους ένα χυδαία υψηλό πλούτο, αναγνωρίζουν την αστάθεια και τους κινδύνους που ενυπάρχουν στην τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων.

 

 

Κατά την άποψή μου, όλα αυτά δεν αποτελούν παρά έκφραση της τρέχουσας μετάβασης και θα ήθελα να μιλήσω για τον κόσμο που αναδύεται στη μήτρα του παλιού˙ θα ήθελα να μιλήσω για τη νέα εποχή.

Πριν από 25 χρόνια, ο Ιβάν Ίλιτς παρατήρησε ότι η φιλία δεν μπορεί πια να ανθίσει στο έδαφος της πολιτικής ζωής. «Πιστεύω –είπε– ότι αν υπάρχει κάτι σαν πολιτική ζωή που απομένει για εμάς στον κόσμο της τεχνολογίας, τότε αυτή ξεκινά με τη φιλία». Θέλω να λάβω σοβαρά υπόψιν μου αυτή την παρατήρηση και να πάω ακόμη πιο πέρα: ισχυρίζομαι ότι η φιλία βρίσκεται στο κέντρο του μονοπατιού που μας οδηγεί στο νέο κόσμο και μας επιτρέπει να ξεφύγουμε από την θνήσκουσα εποχή μας.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε, είπε ο Ίλιτς, είναι «να καλλιεργήσουμε πειθαρχημένες, γεμάτες αυταπάρνηση, στοργικές, καλαίσθητες φιλίες». Ίσως, πρόσθεσε, «εδώ μπορούμε να βρούμε σε τι συνίσταται το καλό». Αυτό αποτελεί το κομβικό σημείο, γιατί το να βρεις σε τι συνίσταται το καλό, το κοινό καλό, είναι ο ίδιος ο ορισμός της πολιτικής. Είναι η πολιτική ζωή που παραμένει ακόμα ανοιχτή για εμάς. Ο Ίλιτς πρόσθεσε: «Κάτι τέτοιο πηγαίνει πέρα από καθετί που συνήθως εννοούν οι άνθρωποι, όταν ισχυρίζονται ότι ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις φιλίες που μπορεί να καλλιεργήσει, γιατί τελικά η κοινωνία θα είναι τόσο καλή όσο το πολιτικό αποτέλεσμα αυτών των φιλιών».

Ο Ίλιτς ήταν άνθρωπος της δράσης, ένας πολιτικός άνθρωπος˙ μπορούμε έτσι να καταλάβουμε πώς και γιατί η φιλία έγινε γι’ αυτόν η αμαρτία του, η εμμονή του, το κέντρο της ζωής του. Και ήξερε πολύ καλά πώς να είναι φίλος. Θα ήθελα να διηγηθώ την ιστορία μιας από τις φιλίες του, που θεωρώ ότι αρμόζει ιδιαίτερα στην τρέχουσα στιγμή, στη δύσκολη κατάσταση που βρισκόμαστε και στο νέο κόσμο.

Για να εξοικειωθεί με τη Λατινική Αμερική, ο Ίλιτς συμβουλεύτηκε τον επίσκοπο Ντομ Χέλντερ Κάμαρα στη Βραζιλία. Ο Ντόμ Χέλντερ έδινε καθημερινά στον Ιβάν το βιβλίο ενός Βραζιλιάνου συγγραφέα και την επόμενη μέρα του σύστηνε τον ίδιο τον συγγραφέα. Έτσι, ο Ίλιτς γνώρισε τον Φρέιρε[1] και έγιναν φίλοι από την πρώτη κιόλας μέρα. Ο Ντομ Χέλντερ είπε, επίσης, στον Ιβάν ότι για να γνωρίσει τη Λατινική Αμερική έπρεπε να την περπατήσει. Περπάτησε στις φαβέλες του Ρίο με τον Φρέιρε. Και αργότερα περπάτησε μόνος, από το Σαντιάγο της Χιλής στο Καράκας, στη Βενεζουέλα, μόνο και μόνο για να γνωρίσει εμάς, τους ανθρώπους σε αυτήν την περιοχή του κόσμου.

Χρόνια αργότερα, όταν ο Φρέιρε φυλακίστηκε από τη βραζιλιάνικη δικτατορία, ο Ίλιτς χρησιμοποίησε όλη του την πολιτική επιρροή για να τον βγάλει από τη φυλακή και να τον φέρει στο κέντρο του, το CIDOC[2], στην Κουερναβάκα του Μεξικού. Εκεί μετέφρασε και δημοσίευσε τα πρώτα βιβλία του Φρέιρε. Σε ορισμένες εκδόσεις της Αγωγής του Καταπιεζόμενου[3] μπορείτε ακόμα να βρείτε μια φράση του Ίλιτς στο εξώφυλλο του βιβλίου: «Πρόκειται για μια αληθινά επαναστατική παιδαγωγική». Οι δυο τους είχαν πολλά κοινά. Ένα από αυτά ήταν η κριτική τους στον καπιταλισμό και σε αυτό που ο Φρέιρε ονόμασε «τραπεζική εκπαίδευση» [banking education]. Και οι δύο επιδίωκαν μια βαθιά κοινωνική και πολιτική αλλαγή. Είχαν όμως και βαθιές διαφορές και σύντομα οι δρόμοι τους χώρισαν.

Ο Φρέιρε αφιέρωσε τη ζωή του στην εφαρμογή των ιδεών του, προωθώντας τη λαϊκή εκπαίδευση και εκστρατείες εγγραμματισμού. Δεν απευθυνόταν στις μάζες αλλά σε μια ομάδα μεσολαβητών [mediators] που θα χρησιμοποιούσαν την συνειδητοποίηση [concientization][4] για να εκπαιδεύσουν τις μάζες στη δική τους απελευθέρωση. Οι λαϊκοί παιδαγωγοί του σύντομα βρέθηκαν παντού και απέκτησαν μεγάλη φήμη στη Λατινική Αμερική.

Οι δρόμοι του Ιβάν και του Φρέιρε χώρισαν, όταν ο πρώτος «μετατοπίστηκε από την κριτική του σχολικού θεσμού στην κριτική του ρόλου της εκπαίδευσης στην κοινωνία, δηλαδή στην καλλιέργεια της πεποίθησης ότι οι άνθρωποι χρήζουν βοήθειας, για να αντιληφθούν την πραγματικότητα, και χρήζουν εξίσου βοήθειας, για να συγκροτηθούν ως προσωπικότητες ή για να προετοιμαστούν για τη ζωή τους» (Cayley 1992, 206). Εστίασε, λοιπόν, στις κοινωνικές συνθήκες υπό τις οποίες η εκπαίδευση μπορεί να παρουσιάζεται ως ανάγκη, ως μέσο επιβίωσης, ως ο μόνος τρόπος για να γίνει κανείς αποδεκτός ως πολίτης.

Αναρωτιόταν τι είδους κοινωνία είναι αυτή που θέλει να εκπαιδεύει τα μέλη της με πανομοιότυπο τρόπο. Ήξερε την απάντηση. Η σύγχρονη κοινωνία ήταν η πρώτη που θέλησε να διαμορφώσει όλα τα μέλη της κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αυτό που λέμε εκπαίδευση, στη μοντέρνα εποχή, γεννήθηκε με τον καπιταλισμό και για την εξυπηρέτηση των δικών του σκοπών.

Ο Ιβάν αφιέρωσε τη ζωή και το έργο του στη διάλυση του κυρίαρχου καθεστώτος. Γνώριζε πολύ καλά την πατριαρχική του φύση και την ανάγκη διάλυσης της οικονομικής κοινωνίας, είτε αυτή είναι καπιταλιστική είτε σοσιαλιστική, αλλά και του έθνους-κράτους, της δήθεν δημοκρατικής πολιτικής μορφής του καπιταλισμού. Έγραφε ενάντια στη συνειδητοποίηση, ενάντια στους μεσολαβητές, ακόμη και ενάντια στους υπέροχους και πολύ δημοφιλείς παιδαγωγούς του Φρέιρε. Για την αλλαγή, δεν απευθυνόταν σε έναν ηγέτη, σε μια πρωτοπορία, σε ένα κόμμα ή σε οποιοδήποτε είδος μεσολαβητή, αλλά στους ίδιους τους ανθρώπους, στους απλούς άνδρες και γυναίκες, στην κοινωνική βάση. Υπέθετε ότι θα συνασπιστούν πολιτικά λόγω της δυσαρέσκειας τους.

Παρά αυτή την αυξανόμενη απόκλιση, ο Ίλιτς καλλιέργησε τη φιλία του με τον Φρέιρε με πειθαρχία και φροντίδα, μια καλαίσθητη φιλία, μέχρι το θάνατο του Φρέιρε. Εδώ βρίσκω ένα πολύ σημαντικό μάθημα για όσους τσακώνονται μεταξύ τους όλη την ώρα, ακόμη και για μικροδιαφορές, και δημιουργούν διαχωρισμούς και διαιρέσεις, κάτι που αφορά ιδιαίτερα τις ομάδες της Αριστεράς. Εν προκειμένω, ο Ίλιτς και ο Φρέιρε μάχονταν ανοιχτά από αντίθετα χαρακώματα στον πόλεμο ενάντια στον καπιταλισμό και το κυρίαρχο καθεστώς. Ενώ ο Φρέιρε, όπως είπα, συμμετείχε σε εκστρατείες εγγραμματισμού, με σκοπό να φέρει το αλφάβητο στις μάζες, και προσπαθούσε να εφαρμόσει την «επαναστατική παιδαγωγική» του παντού, ώστε να μεταμορφώσει τη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση, ο Ίλιτς αγωνιζόταν ανοιχτά και θαρραλέα τόσο ενάντια στον εγγραμματισμό όσο και στην εκπαίδευση. Αλλά παρόλα αυτά παρέμειναν δύο καλοί φίλοι.

Δέκα χρόνια μετά την έκδοση του Κοινωνία Χωρίς Σχολεία[5], του πιο διάσημου, αλλά και του πιο παρανοημένου, από τα βιβλία του, ο Ίλιτς ομολόγησε ότι έσφαλε ως προς το αντικείμενο της κριτικής του. Ισχυρίστηκε ότι στο τέλος του εικοστού αιώνα ολόκληρη η κοινωνία εκπαίδευε τα μέλη της κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο, διαμορφώνοντάς τα ώστε να γίνουν υποσυστήματα σε ένα σύστημα, στην κοινωνία του ελέγχου. Αγωνιζόταν λοιπόν ενάντια σε όλες τις μορφές εκπαίδευσης, όχι μόνο ενάντια στο σχολείο. Καθώς και ενάντια σε ολόκληρη τη δομή που βρίσκεται πίσω από την εκπαίδευση.

 

Θα ήθελα να σκεφτώ πάνω σε αυτά τα σημεία, που κατά την άποψή μου είναι βασικά, ώστε να μπορέσουμε να ανοιχτούμε στο νέο κόσμο.

Οι εκστρατείες εγγραματισμού, καθώς και η βάσει προγράμματος διδασκαλία για το πώς να μαθαίνεις και να γράφεις στο σχολείο, δημιουργούν τρεις μορφές ριζικού αποκλεισμού.

Πρώτα απ’ όλα, ο εγγραμματισμός αποκλείει τουλάχιστον ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους στη Γη, τους μη εγγράμματους ενήλικες, πολλοί από τους οποίους έχουν συχνά αποδεχτεί την κατωτερότητά τους επειδή δεν έχουν τη συγκεκριμένη ικανότητα ανάγνωσης και γραφής. Συχνά μπορεί να ακούσει κανείς έναν πολύ σοφό χωρικό να υποστηρίζει, ότι ίσως αυτό που λέει είναι εντελώς λάθος, γιατί δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση και δεν έχει πάει σχολείο. Ο κοινωνικός ρόλος που αποδόθηκε στον εγγραμματισμό δημιουργεί μια καταστροφική μορφή αθέμιτης ιεραρχίας.

Ο εγγραματισμός, επίσης, αποκλείει την ανάγνωση. Το γεγονός ότι επιβάλλεται, συχνά στο πλαίσιο απολύτως ακατάλληλων συνθηκών, κάνει τον κόσμο να εγκαταλείψει το διάβασμα όσο πιο γρήγορα μπορεί. Σύμφωνα με την UNESCO, ένα άτομο μπορεί να θεωρείται αναγνώστης εάν διαβάζει περισσότερα από πέντε βιβλία το χρόνο. Σε καμία χώρα του κόσμου το ποσοστό των «αναγνωστών» δεν υπερβαίνει το 20% του πληθυσμού, ούτε καν σε χώρες με 99% εγγράμματο πληθυσμό ή σε χώρες όπως η Ινδία, η Ταϊλάνδη και η Κίνα, που έχουν τον υψηλότερο αριθμό ωρών ανάγνωσης ανά εβδομάδα. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι όσοι έμαθαν να διαβάζουν ελεύθερα, με τη θέλησή τους, λατρεύουν να το κάνουν και συνήθως διαβάζουν πολλά βιβλία το χρόνο.

Η εγγραμματοσύνη αποκλείει κατά ένα ριζικό τρόπο τους προφορικούς πολιτισμούς και υποτιμά τον τρόπο σκέψης, μνήμης ή ζωής τους, πράγμα που σημαίνει ότι όχι μόνο αποκλείει πολλούς ανθρώπους που εξακολουθούν να ζουν σε προφορικούς πολιτισμούς που επιβιώνουν, ενάντια σε όλες τις προβλέψεις, αλλά και υποτιμά τη συμβολή τους στην κατανόηση του κόσμου και στον ορισμό της καλής ζωής.

Αυτήν τη στιγμή έχουμε στο Μεξικό θαυμάσια παραδείγματα για το τι συμβαίνει με τα παιδιά και τους ενήλικες που μαθαίνουν να διαβάζουν και να γράφουν ελεύθερα, για την απόλαυση που αντλούν από την ίδια τη γραφή και την ανάγνωση και όχι λόγω κάποιου εξωτερικά επιβεβλημένου παράγοντα. Πολλοί από εμάς εναντιωνόμαστε ανοιχτά σε κάθε μορφή εγγραμματοσύνης, ιδιαίτερα για τα παιδιά.

Αντιστεκόμαστε, επίσης, σε κάθε μορφή εκπαίδευσης, εντός και εκτός δημοσίων ή ιδιωτικών ιδρυμάτων. Το σχολείο είναι ένας μηχανισμός που δίχως άλλο καταστρέφει την αυθόρμητη συμπεριφορά των παιδιών και τις ευκαιρίες τους να μεγαλώσουν και να μάθουν ελεύθερα. Δεν υπάρχει πιο δεσποτικό σύστημα από την σχολική τάξη, όπου ο δάσκαλος κατέχει τη δύναμη και την αλήθεια και υποτίθεται ότι κάνει τα πάντα προς όφελος των μαθητών που ελέγχει. Έτσι δημιουργείται ο φασισμός σε όλους μας, ο φασισμός που κατήγγειλε ο Φουκώ όταν έγραψε για εκείνον τον φασισμό «που βρίσκεται στο κεφάλι μας και στην καθημερινή μας συμπεριφορά, τους φασισμούς που μας κάνουν να αγαπάμε την εξουσία, να επιθυμούμε αυτό ακριβώς που κυριαρχεί πάνω μας και μας εκμεταλλεύεται».

Υπάρχει κάτι ακόμα: η εκπαίδευση ευνουχίζει τη φαντασία μας, καθιστώντας σχεδόν αδύνατο το να σκεφτούμε έναν κοινωνικό οργανισμό χωρίς ιεραρχία, χωρίς δομή εντολών και ελέγχου. Ακριβώς ένα τέτοιο είδος οργάνωσης χρειαζόμαστε τώρα, ώστε να νοιαστούμε αληθινά για τη ζωή και την επιβίωση, κάτι που αποτελεί σχεδόν έναν ορισμό για το νέο κόσμο, ο οποίος θα πρέπει να οικοδομηθεί πέρα ​​από κάθε μορφή πατριαρχίας.

Στην περίπτωση των παιδιών, είμαστε ρητά υπέρ της πειθαρχημένης καλλιέργειας του πάθους τους για μάθηση, που έχουν από τότε που είναι μωρά, και υπέρ του να δημιουργηθούν ευκαιρίες γι’ αυτά, ώστε να ανακαλύψουν τι θέλουν να μάθουν. Προσπαθούμε να ανακτήσουμε όλες τις μορφές και τις παραδόσεις μαθητείας καθώς και τις συνθήκες που θα εξασφαλίζουν σε όλους τους ανθρώπους, παιδιά και ενήλικες, την δυνατότητα να μαθαίνουν ελεύθερα, κάνοντας αυτό που θέλουν να μάθουν – κάτι που, παρεμπιπτόντως, συνιστά τον τρόπο με τον οποίο όλοι μας μάθαμε τα περισσότερα από όσα  κάνουμε στην καθημερινότητά μας.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε, είπε ο Ίλιτς, είναι «να καλλιεργήσουμε πειθαρχημένες, γεμάτες αυταπάρνηση, στοργικές, καλαίσθητες φιλίες». Βασισμένοι σε αυτές, μπορούμε να κατασκευάσουμε τις εναλλακτικές στις δυνάμεις που μας καταπιέζουν. Κατά την άποψή μου, αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει και αποτελεί μια σταθερή πηγή ελπίδας. Και αυτό συμβαίνει μέσα σε ένα συμβιωτικό κλίμα φιλίας.

Υπάρχει σήμερα μια εκτεταμένη αναζήτηση για εναλλακτικούς τρόπους μάθησης. Αυτό που επέβαλαν οι κυβερνήσεις στο όνομα του Covid-19 έδωσε τη δυνατότητα στους γονείς να βιώσουν με άμεσο τρόπο τι σημαίνει σχολικό περιβάλλον. Πολλοί από αυτούς δεν μπορούσαν πλέον να δεχτούν αυτή την καταπίεση για τα παιδιά τους. Μια αντίσταση, παρόμοια με εκείνη που εναντιωνόταν στην εγκαθίδρυση του σχολικού συστήματος, άρχισε να πολλαπλασιάζεται. Ένα εκατομμύριο μαθητές εγκατέλειψαν το σχολείο στο Μεξικό, το τελευταίο έτος, με την υποστήριξη των γονιών τους. Παλιές πρακτικές μάθησης υιοθετούνται παντού. Σε πολλές περιπτώσεις, δημιουργούνται ομάδες φίλων για την κατανόηση και την εφαρμογή των εναλλακτικών.

Στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης στην Οαχάκα, στο νότιο Μεξικό όπου ζω, ένας γενναίος αγώνας καθηγητών έλαβε άδεια από τις εκπαιδευτικές αρχές για ένα πείραμα σε πολλά δημόσια σχολεία. Όταν τα παιδιά πηγαίνουν την πρώτη μέρα στο γυμνάσιο, οι καθηγητές τους λένε ότι δεν θα υπάρχουν τάξεις, αίθουσες διδασκαλίας, πειθαρχίες, βαθμοί ή άλλες αξιολογήσεις. Με δύο έως πέντε φίλους θα πρέπει να σκεφτούν ένα ή περισσότερα εγχειρήματα που θα αναπτύξουν μόνοι τους κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών ετών. Μπορούν να μιλήσουν με τους γονείς τους, τους μεγαλύτερους σε ηλικία, τις αρχές της κοινότητας, για να επιβεβαιώσουν την κοινοτική αξία των έργων και στη συνέχεια μπορούν να τα θέσουν σε εφαρμογή. Οι καθηγητές θα έχουν δύο αρμοδιότητες: να προστατεύσουν τα παιδιά από κάθε εκπαιδευτικό επιθεωρητή που θα πλησιάσει το σχολείο, στον οποίο θα απαγορεύεται να έρθει σε επαφή με τους μαθητές, και να προσφέρουν στους μαθητές συμβουλές και υποστήριξη, αν δυσκολεύονται να προχωρήσουν με τα εγχειρήματα τους.

Τα αποτελέσματα αυτού του πειράματος είναι πολύ εντυπωσιακά, ιδιαίτερα μέσα από το ρίζωμα των παιδιών στους δικούς τους τόπους. Αυτό είναι το ακριβώς αντίθετο από ό,τι τους έκανε το σχολείο: να τα ξεριζώνει και να τους δημιουργεί την επιθυμία να εγκαταλείψουν τις κοινότητές τους για μια απατηλή πρόοδο στις πόλεις ή σε άλλα μέρη.

Πριν από χρόνια, αρχίσαμε να παρατηρούμε σε χωριά και γειτονιές, ιδιαίτερα μεταξύ των ιθαγενών, μια ριζoσπαστική εναντίωση στην εκπαίδευση και τα σχολεία. Μερικοί από αυτούς έκλεισαν τα σχολεία και έδιωξαν τους δασκάλους τους. Οι περισσότεροι εξ αυτών απέφυγαν μια τέτοια πολιτική σύγκρουση και άρχισαν, αντ’ αυτού, απλά να παρακάμπτουν το σχολείο, ενώ ταυτόχρονα ανακτούσαν και αναζωογονούσαν τις συνθήκες μέσα στις οποίες οι άνθρωποι παραδοσιακά μάθαιναν με τους δικούς τους τρόπους.

Έφτασαν σε αυτό το σημείο, έχοντας μεγάλη εμπειρία των σχετικών προβλημάτων, και προβάλλοντας πολύχρονη αντίσταση στο σχολείο. Το 1954, η UNESCO κατήγγειλε ότι το κύριο εμπόδιο στην εκπαίδευση ήταν η αδιαφορία των γονέων να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ήταν υποχρεωμένοι να παρατηρήσουν ότι η ζήτηση για σχολική εκπαίδευση ξεπέρασε τον αριθμό των διαθέσιμων σχολικών αιθουσών κατά επτά φορές. Η εκστρατεία της UNESCO ήταν πολύ επιτυχημένη: οι γονείς εκπαιδεύτηκαν στην ανάγκη να στέλνουν τα παιδιά στο σχολείο, αλλά διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχαν αρκετά σχολεία και δάσκαλοι. Καμία χώρα της Λατινικής Αμερικής δεν μπόρεσε από τότε να ικανοποιήσει τη ζήτηση για εκπαίδευση. Όλο και περισσότερο οι άνθρωποι υπέφεραν από τις καταστροφικές συνέπειες της σχολικής εκπαίδευσης των παιδιών τους και συμμετείχαν σε κάθε είδους προσπάθειες για τη μεταρρύθμιση, την επέκταση ή τη βελτίωση του συστήματος. Και τελικά πολλοί από αυτούς είπαν, όπως οι Ζαπατίστας, Basta! Ως Εδώ!

Ξέρουν πολύ καλά τι συμβαίνει. Ο ανθρωπολόγος Μπέντζαμιν Μαλντονάντο το τεκμηρίωσε. Χρησιμοποιώντας διάφορα τεστ, συνέκρινε τα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο με όσα δεν πήγαιναν. Τα τελευταία ήξεραν περισσότερα πράγματα για τα πάντα, εκτός από τον εθνικό ύμνο… Και όσα παιδιά πήγαιναν σχολείο περιφρονούσαν τις κοινότητες και τις κουλτούρες τους και είχαν υποτάξει το μυαλό και την καρδιά τους στην αυθεντία του δασκάλου. «Το σχολείο των ιθαγενών ως μονοπάτι προς την άγνοια» είναι ο τίτλος της έκθεσης του Μαλντονάντο (1988).

Στην πραγματικότητα, οι κάτοικοι των χωριών γνωρίζουν πολύ καλά ότι το σχολείο εμποδίζει τα παιδιά τους να μάθουν ό,τι χρειάζεται για να συνεχίσουν να ζουν στις κοινότητές τους, συνεισφέροντας στην συλλογική τους άνθιση και στην άνθιση των εδαφών  τους, των τόπων τους. Ούτε και τα προετοιμάζει κατάλληλα για τη ζωή ή την εργασία εκτός της κοινότητας. Γι’ αυτό και δεν αναθέτουν πλέον στο σχολείο την εκπαίδευση των παιδιών τους.

Είναι αλήθεια ότι πολλοί από αυτούς δεν τολμούν ακόμη να πάρουν τα παιδιά τους από το δημοτικό σχολείο. Δεν θέλουν να τους στερήσουν το απολυτήριο, ένα απαιτούμενο διαβατήριο στη μοντέρνα κοινωνία, η έλλειψη του οποίου αποτελεί σταθερή πηγή διακρίσεων και ταπείνωσης. Αλλά ακόμη και όσοι στις κοινότητές μας εξακολουθούν να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, διαθέτουν τώρα πολλούς τρόπους περιορισμού και ελέγχου των καταστροφικών του συνεπειών, τόσο με το να υποστηρίζουν τα παιδιά τους στην ενεργό αντίσταση τους στο σχολείο όσο και με το να δημιουργούν γι’ αυτά εναλλακτικές ευκαιρίες, ώστε να μάθουν καθετί για το οποίο έχουν πάθος ή ταλέντο.

Είμαστε ολοένα περισσότερο πεπεισμένοι ότι η ριζική απο-σχολειοποίηση του κόσμου μπορεί να είναι σήμερα η πιο σημαντική αλλαγή, από όσες μπορεί να συλλάβει κανείς, για μια νέα κοινωνία. Συνεπάγεται την πλήρη αναδιοργάνωση της ζωής μας. Δεν προτείνω να κλείσουν όλα τα σχολεία αύριο το πρωί, κάτι που είναι προφανώς αδύνατο και μπορεί να γίνει αντιπαραγωγικό. Το πιο σημαντικό σημείο είναι να αποσχολειοποιήσουμε τον εαυτό μας, το μυαλό μας και μετά να ξεκινήσει η κατάλληλη αναδιοργάνωση της κοινωνίας. Είμαστε πεπεισμένοι ότι η εκπαίδευση είναι το κατεξοχήν θεμέλιο της υπάρχουσας κοινωνίας και της καταπίεσής της. Για να ξεφύγει κανείς από αυτήν απαιτείται να διαλύσει ένα τέτοιο θεμέλιο. Είναι προϋπόθεση για μια πραγματική αλλαγή, για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας.

Τι θα γίνει όμως με τους καθηγητές; Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν αφιερώσει όλη τους τη ζωή στη διδασκαλία, με αγάπη, φροντίδα και αφοσίωση. Είναι καταδικασμένοι; Κατά την άποψή μου είναι καταδικασμένοι από το σύστημα. Δεν είναι πλέον χρήσιμοι για τον σκοπό της διαμόρφωσης των ανθρώπων κατά έναν ενιαίο τρόπο. Μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία των αναλώσιμων ανθρώπων. Τα περισσότερα πανεπιστήμια και σχολεία βλέπουν ήδη τις περικοπές στους προϋπολογισμούς τους, ενώ το πείραμα του 2020 τους έδωσε τη δυνατότητα να ξεφορτωθούν τους καθηγητές. Όπως εκατομμύρια άνθρωποι, οι καθηγητές μπορεί να προσπαθήσουν να επανεφεύρουν τους εαυτούς του…συνεισφέροντας τα μέγιστα στις αναγκαίες αλλαγές. Αν αρχίσουν να εγκαταλείπουν τη λογική του προγράμματος σπουδών και την εμμονή στη «μεταφορά» συγκεκριμένων γνώσεων και ικανοτήτων στα παιδιά και τους νέους· εάν συμμαχήσουν μαζί τους για την οργάνωση τρόπων μάθησης σε συνθήκες ελευθερίας και τη δημιουργία μαθητειών· αν αντιληφθούν τους εαυτούς τους ως αφοσιωμένους φορείς ενός μετασχηματισμού που αντικαθιστά τα ουσιαστικά που δημιουργούν εξάρτηση -όπως η εκπαίδευση ή η υγεία- με ρήματα που στηρίζονται στην αυτενέργεια −μαθαίνω, θεραπεύω−, τότε μπορούν να γίνουν ένας από τους πιο σημαντικούς πυλώνες μιας ειρηνικής μετάβασης.

Φαίνεται να είναι κοινή εμπειρία ότι μαθαίνουμε καλύτερα όταν δεν μας διδάσκει κανείς. Μαθαίνουμε καλύτερα από έναν δάσκαλο, όταν αυτός ή αυτή δεν μας διδάσκει. Μπορούμε να το παρατηρήσουμε αυτό σε κάθε μωρό, αλλά και στη δική μας εμπειρία. Οι ζωτικής σημασίας ικανότητές μας προέρχονται από τη μάθηση μέσα από την πράξη [learning by doing], χωρίς κανενός είδους διδασκαλία… Υπό αυτή την έννοια, γίνεται εύκολο και προσιτό σε όλους να δραπετεύσουν από την εκπαίδευση.

Έχουμε μάθει, με τους Ζαπατίστας, ότι ενώ η αλλαγή του κόσμου είναι πολύ δύσκολη, ίσως και αδύνατη, είναι δυνατό να δημιουργηθεί ένας εντελώς νέος κόσμος. Αυτό ακριβώς κάνουν οι Ζαπατίστας στο νότιο Μεξικό. Πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε τον δικό μας νέο κόσμο, στη δική μας, μικρή ανθρώπινη κλίμακα; Πώς μπορούμε να αποσχολειοποιήσουμε τη ζωή τη δική μας και των παιδιών μας σε αυτόν εδώ τον πραγματικό κόσμο, όπου το σχολείο εξακολουθεί να κυριαρχεί στο μυαλό, στις καρδιές και στους θεσμούς; Η φιλία αποτελεί κεντρικό συστατικό της απάντησης.

Η πραγματική ελευθερία αποτελεί, φυσικά, θεμελιώδη συνθήκη για την άνθιση της φιλίας. Όχι όμως η ελευθερία ως κάτι το αφηρημένο ή στο πλαίσιο πολιτικών σωμάτων. Μπορείς να γίνεις φίλος με κάποιον στη φυλακή ή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Επίσης στο σχολείο. Αλλά δεν πρέπει να τίθενται περιορισμοί στη σχέση μεταξύ των εν δυνάμει φίλων. Να μην επιβάλλονται όροι. Ούτε κανόνες ή απαγορεύσεις.

Στο τέλος του Κοινωνία Χωρίς Σχολεία, όπου αναπτύσσει τις όχι και πολύ κομψές προτάσεις του, ο Ιβάν έγραψε:

«Αυτό που χαρακτηρίζει την πραγματική σχέση δασκάλου-μαθητή είναι η ανεκτίμητη φύση της. Ο Αριστοτέλης μιλά γι’ αυτήν ως ένα «ηθικό είδος φιλίας, που δεν στηρίζεται σε τελεσίδικους όρους: προσφέρει τα δώρα της ή κάνει οτιδήποτε άλλο, όπως στη σχέση μας με έναν φίλο». Ο Θωμάς Ακινάτης λέει για αυτό το είδος διδασκαλίας ότι αποτελεί αναπόφευκτα μια πράξη αγάπης και ευσπλαχνίας. Αυτό το είδος διδασκαλίας είναι πάντοτε μια πολυτέλεια για τον δάσκαλο και μια μορφή ελεύθερης δραστηριότητας (στα ελληνικά, «σχόλη») για αυτόν και τον μαθητή του: μια δραστηριότητα που έχει νόημα και για τους δύο, χωρίς να έχει κάποιον απώτερο σκοπό» (1970b, 101).

Αυτό είναι το βασικό στοιχείο της φιλίας. To δωρεάν. Όχι μόνο επειδή δεν υπάρχει καμία οικονομική ανταλλαγή, αλλά επειδή κάνεις αυτό που κάνεις για την ίδια τη χαρά του, χωρίς απώτερο σκοπό. Δωρεάν. Η από κοινού μάθηση δεν είναι ένα μέσο για έναν σκοπό, αλλά ένας αυτοσκοπός, γίνεται για τη χαρά που προσφέρει. Απολαμβάνεις να κάνεις κάτι τέτοιο με φίλους, ως έκφραση της φιλίας. Αυτό είναι, κατά την άποψή μου, ό,τι συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Οι φίλοι βρίσκονται μαζί και αρχίζουν να μαθαίνουν τι μπορούν να κάνουν κατά την τρέχουσα μετάβαση· ποιες είναι οι προκλήσεις της τρέχουσας φρίκης. Πώς μπορείτε να ξεκινήσετε μία εναλλακτική διαδρομή; Μαζί. Με φίλους.

 

 

Υπάρχει μια άλλη συνιστώσα αυτής της διαδρομής την οποία πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά, με τα μάτια ανοιχτά. Η δουλειά με τις αυτόχθονες κοινότητες μας έκανε, πριν από χρόνια, να επιστρέψουμε από το μέλλον. Εκεί, δεν έχεις προσδοκίες. Ελπίζεις. Στα ισπανικά, έχουμε μια όμορφη έκφραση για να πούμε ότι κάποιος ελπίζει: abrigo esperanzas, δηλαδή, σκεπάζω καλά τις ελπίδες μου, για να μην παγώσουν. Τρέφεις τις ελπίδες σου, τις νοιάζεσαι. Όπως είπε κάποτε ο Ιβάν: «ελπίδα…σημαίνει να βασίζεις την πίστη σου στην καλοσύνη της φύσης, ενώ η προσδοκία…σημαίνει να βασίζεσαι σε αποτελέσματα που σχεδιάζονται και ελέγχονται από τον άνθρωπο. Η ελπίδα εστιάζει την επιθυμία σε ένα άτομο από το οποίο αναμένουμε ένα δώρο. Η προσδοκία προσβλέπει στην ικανοποίηση από μια προβλέψιμη διαδικασία που θα παράξει αυτό που δικαιούμαστε να αξιώσουμε». Και μας προειδοποίησε επίσης ότι: «το προμηθεϊκό ήθος έχει πια οδηγήσει στην έκλειψη της ελπίδας. Η επιβίωση του ανθρώπινου είδους εξαρτάται από την εκ νέου ανακάλυψή της ελπίδας ως κοινωνικής δύναμης». (1970b, 105-6).

Στο τέλος της Διηπειρωτικής Συνάντησης Ενάντια στο Νεοφιλελευθερισμό, οι Ζαπατίστας, κάνοντας νέα χρήση της παλιάς αριστερίστικης φρασεολογίας, πρότειναν τη δημιουργία μιας Διεθνούς της Ελπίδας. Χρησιμοποιώντας τις λέξεις ως το κύριο όπλο τους, οι Ζαπατίστας ανακάλυψαν ξανά την ελπίδα ως κοινωνική δύναμη και άνοιξαν μια εντελώς νέα λεωφόρο μετασχηματισμού για όλους μας.

Η ριζοσπαστική ελπίδα είναι η ίδια η ουσία των λαϊκών κινημάτων. Οι άνθρωποι ξεκινούν κάποια δράση, με την πεποίθηση ότι η κινητοποίησή τους μπορεί να φέρει τις αλλαγές που επιδιώκουν. Αλλά πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ελπίδα δεν είναι η πεποίθηση ότι κάτι θα γίνει κατά έναν ορισμένο τρόπο, αλλά η πεποίθηση ότι κάτι έχει νόημα, ό,τι κι αν γίνει.

Πρέπει να συσχετίσουμε την ελπίδα με τη φιλοξενία: «να ανακτήσουμε το κατώφλι, το τραπέζι, την υπομονή, την ακρόαση και από εκεί να δημιουργήσουμε, από τη μια πλευρά, φυτώρια αρετής και φιλίας, από την άλλη, να ακτινοβολήσουμε προς τα έξω, στην κοινότητα που μπορεί να υπάρξει, επιδιώκοντας την αναγέννηση της κοινότητας» (Illich, 1996). Η ελπίδα και η φιλία είναι, πράγματι, κλειδιά στην πορεία για την ανάκτηση των κοινών.

Για πολλά χρόνια, όλοι προσανατολίζαμε τη ζωή μας ως μια προβολή στο μέλλον. Φαινόταν λογικό και εύλογο, γιατί υπήρχαν κάποιες βαθιές τάσεις που μας επέτρεπαν να προβλέπουμε τι θα συμβεί στο μέλλον. Το αύριο έμοιαζε λίγο πολύ σαν το σήμερα. Πολλές προβλέψεις, φυσικά, απέτυχαν· δεν μπορείς να ξέρεις το μέλλον. Αλλά ήταν δυνατό να προβλεφθεί μια ορισμένη εξέλιξη, με βάση την εμπειρία του παρελθόντος. Η σοφία της αγρονομίας βασίστηκε στην προσεκτική παρατήρηση της φύσης, προκειμένου να εντοπίσει έγκαιρα κάποια σημάδια που θα επέτρεπαν να προβλέπουμε την πιθανή εξέλιξη των φυσικών φαινομένων˙ αν θα έχουμε ή όχι αρκετή βροχή, αν χρειάζεται να αλλάξουμε ή όχι τη μέρα της σποράς… Κάτι ανάλογο γινόταν και με τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά γεγονότα. Μπορούσαμε να προβλέπουμε την εξέλιξη των βασικών φαινομένων που επηρέαζαν τη ζωή μας.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτή η κατάσταση έχει αλλάξει εντελώς. Έχουμε εισέλθει σε μια εποχή ριζικής αβεβαιότητας. Δεν ξέρουμε τι θα συμβεί. Τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα έγιναν απρόβλεπτα. Οι βαθιές τάσεις που μας επέτρεπαν να προβλέψουμε τι θα συμβεί δεν υπάρχουν πια. Δεν γνωρίζουμε. Κυριολεκτικά μιλώντας, αυτό μπορεί μόνο να σημαίνει την επιστροφή στις αισθήσεις μας. Ποτέ δεν γνωρίζαμε με βεβαιότητα. Τώρα ανοιγόμαστε συνειδητά στην έκπληξη.

Ναι, τώρα επιστρέφουμε από το μέλλον, ζώντας στο παρόν, ζώντας στους δικούς μας τόπους, όχι σε αναζήτηση οποιουδήποτε είδους κινητικότητας που θα μας οδηγήσει στα κέντρα ισχύος της παγκόσμιας οικονομίας…

Το να επιστρέψουμε από το μέλλον σημαίνει να αντισταθούμε στον πειρασμό του να προσποιούμαστε ότι γνωρίζουμε το μέλλον και, ακόμη χειρότερα, ότι μπορούμε να το ελέγξουμε. Σημαίνει να αντισταθούμε στην αμαρτία του να προσποιούμαστε ότι γνωρίζουμε τι θα έχουν ανάγκη τα παιδιά και οι νέοι μας˙ τι θα θέλουν, όχι σήμερα ή αύριο, αλλά σε ένα χρόνο, σε δέκα χρόνια, σε είκοσι χρόνια, στην υπόλοιπη ζωή τους… Σημαίνει να αντισταθούμε στην ιδέα ότι μπορούμε να σχεδιάσουμε μια διαδικασία μάθησης για αυτούς, ώστε να είναι έτοιμοι, σε ένα μακρινό μέλλον, για κάτι που προσποιούμαστε ότι γνωρίζουμε εμείς σήμερα…Να αντισταθούμε στην ιδέα του να φτιάξουμε ένα σχέδιο που να καθορίζει τις γνώσεις, τις δεξιότητες ή τις κλίσεις που μπορεί να χρειάζονται, προετοιμάζοντας τους για τη ζωή ή την εργασία, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να ξέρουμε τι είδους ζωή ή δουλειά θα έχουν, σε τι είδους πλανήτη θα ζήσουν…

Το να επιστρέψεις από το μέλλον σημαίνει να ζεις στο παρόν. Αντί για την αμαρτία, η αρετή. Αρετή, δηλαδή, «μορφή, τάξη και κατεύθυνση της πράξης ενημερωμένη από την παράδοση, οριοθετημένη από τον τόπο και σφραγισμένη από επιλογές που γίνονται εντός του πεδίου των συνηθειών του δρώντος». Η αρετή είναι «η πρακτική που αναγνωρίζεται αμοιβαία ως κάτι το καλό, εντός μιας κοινής τοπικής κουλτούρας που εμπλουτίζει τις μνήμες ενός τόπου» (Illich 1990, σ.1).

Επιστροφή από το μέλλον σημαίνει να είσαι εδώ, να μιλάς με φίλους, αντί να βρίσκεσαι σωματικά εδώ, αλλά μόνο σαν σε συνθήκη μετάβασης, καθώς η ύπαρξη σου πηγαίνει κάπου αλλού… Το ζήτημα είναι να ζεις πραγματικά, αντί να πηγαίνεις κάπου αλλού… Το να είσαι μαθητής σημαίνει κατά μία έννοια να σταματήσεις να ζεις, για να πας απλά κάπου αλλού – να πας για το βαθμό, για το δίπλωμα, για τη δουλειά…

Επιστροφή από το μέλλον σημαίνει να αντιστέκεσαι στην ιδέα των στόχων, στο να τους θέτεις, να τους ονειρεύεσαι, να προσπαθείς να τους φτάσεις… Ναι, ξέρω, σε ορισμένες περιπτώσεις, εάν οι γονείς διαπιστώσουν ότι το δωδεκάχρονο παιδί τους δεν έχει στόχους, αμέσως φωνάζουν τον ψυχίατρο… Προφανώς, σε ορισμένες κοινωνίες δεν μπορείς να επιβιώσεις χωρίς στόχους. Σε άλλα μέρη, το να έχεις στόχους είναι αμαρτία… Δεν ξέρω τίποτα για το μέλλον, εκτός από το ότι δεν υπάρχει. Δεν έχω στόχους. Η γιαγιά μου πέθανε, όταν ήταν 96 ετών, αγνοώντας τι σημαίνει να είσαι φορέας μιας ασθένειας… ή να έχεις μολυνθεί από κάποιο στόχο. Έχουμε κίνητρα, παρορμήσεις, δυνάμεις που ριζώνουν σε όσα έγιναν στη ζωή μας, δίνοντας κατεύθυνση και νόημα στο ζωντανό μας παρόν.

«Η αληθινή μάθηση», είπε κάποτε ο Ιβάν, «μπορεί να είναι μόνο η ξέγνοιαστη πράξη των ελεύθερων ανθρώπων». Στην καταναλωτική κοινωνία, υποστήριξε επίσης, είμαστε είτε αιχμάλωτοι του εθισμού είτε αιχμάλωτοι του φθόνου. Μόνο χωρίς εθισμό ή φθόνο, μόνο χωρίς εκπαιδευτικούς στόχους, ελεύθερα, μπορούμε να απολαύσουμε την αληθινή μάθηση.

Στον τόπο μου, κάθε εγώ είναι ένα εμείς. Και έτσι ζούμε μαζί, στο ζωντανό μας παρόν, ριζωμένοι στο κοινωνικό και πολιτισμικό μας έδαφος, τρέφοντας ελπίδες με φίλους, σε μια εποχή που όλοι εμείς, εμπνευσμένοι από τους Ζαπατίστας, δημιουργούμε έναν εντελώς νέο κόσμο, ανοιχτό στην έκπληξη μιας άλλης εποχής.

 

 

[1]Πάουλο Φρέιρε (1921-1997). Βραζιλιάνος παιδαγωγός. Υπέρμαχος της κριτικής παιδαγωγικής. Βασικό του έργο αποτελεί η Αγωγή του Καταπιεζόμενου (1970). Όλες οι υποσημειώσεις είναι του μεταφραστή.

[2]Centro Intercultural de Documentación (1961-1976). Κέντρο κριτικού προβληματισμού και εναλλακτικής μάθησης. Υπήρξε η βάση της δραστηριοποίησης του Ιβάν Ίλιτς. Από τις συζητήσεις και τα σεμινάρια που διεξάγονταν εκεί προέκυψαν και τα βιβλία του ‘Ιλιτς, στα οποία ασκεί κριτική στους επίσημους θεσμούς και στην ανάπτυξη, και που τον έκαναν διεθνώς γνωστό. Στις εργασίες του κέντρου συμμετείχαν κατά καιρούς, μεταξύ άλλων, οι Πώλ Γκούντμαν, Σούζαν Σόνταγκ, Έριχ Φρομ, Αντρέ Γκόρζ, Πέτερ Μπέργκερ, Τζων Χόλτ.

[3]Πάουλο Φρέιρε, Η Αγωγή του Καταπιεζόμενου, μτφρ. Γιάννης Κρητικός, Κέδρος, Αθήνα 2009.

[4]Αναφορά στον βασικό όρο του Φρέιρε conscientizacao. Με αυτόν εννοείται η διαδικασία δημιουργίας κριτικής κοινωνικής συνείδησης, που με τη σειρά της συμβάλλει στην ανάληψη δράσης ενάντια στις αιτίες της καταπίεσης.

[5]Deschooling Society, Harper & Row, New York 1972. Στα ελληνικά έχει εκδοθεί ως Κοινωνία Χωρίς Σχολεία, μτφρ. Βασίλης Αντωνόπουλος και Δημήτρης Ποταμιάνος, Βέργος, Αθήνα 1976.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *